πολύϊδρις

πολύϊδρις
πολύ-ϊδρις, [dialect] Ion. gen. ιος, [dialect] Att. εως, , ,
A of much knowledge, wisdom, Od.15.459, 23.82, Hes.Th.616, Alc.Supp.7.7, Ar.Eq.1068 (hex.);

σίττη Arist.HA616b24

, etc.; dat.

πολυΐδριδι Sapph. 166

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύιδρις — πολύϊδρις , πολύιδρις of much knowledge masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύϊδρις — ὁ, ἡ, και ιων. τ. πολυΐδριος ον, Α 1. πολυΐδμων* 2. πολύ συνετός 3. (κατ επέκτ.) πανούργος («καὶ λέγεται φαρμακεία εἶναι, διὰ τὸ πολύϊδρις εἶναι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἴδρις «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. α ΐδρις] …   Dictionary of Greek

  • πολυϊδρίδας — ὁ, Α ο πολύϊδρις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πολύϊδρις] …   Dictionary of Greek

  • PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πολυΐδριος — ον, Α ιων. τ. βλ. πολύϊδρις …   Dictionary of Greek

  • πολυϊδρεία — ἡ, Α [πολύϊδρις] (ποιητ. τ.) 1. γνώση πολλών πραγμάτων, πολυπειρία*. πολυμάθεια 2. μεγάλη σύνεση («ἥ πάντ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι», 0μ.0δ.) …   Dictionary of Greek

  • πολυιδρίων — πολυϊδρίων , πολύιδρις of much knowledge masc/fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυίδριας — πολυΐδριας , πολύιδρις of much knowledge masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυίδριες — πολυΐδριες , πολύιδρις of much knowledge masc/fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύιδρι — πολύϊδρι , πολύιδρις of much knowledge masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύιδριν — πολύϊδριν , πολύιδρις of much knowledge masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”